-
1 ῥόος
ῥόος, ὁ, att. zsgzgn ῥοῦς, das Fließen, Fluthen, Strömen, Fluß, Strom, Strömung; oft bei Hom., der nur den slag. braucht u. häufig einen gen. hinzufügt: ἱκόμεσϑ' ἱερὸν ῥόον Ἀλφειοῖο, Il. 11, 726; παρὰ ῥόον Ὠκεανοῖο, 16, 151; κῦμα ῥόοιο, 21, 263; προχέειν ῥόον εἰς ἅλα, ib. 219; Pind. auch ῥόος κάπνου, P. 1, 22; Βόσπορον ῥόον ϑεοῠ, Aesch. Pers. 732; u. in Prosa: Her. κατὰ ῥόον, stromab, mit dem Strome, wie Plat. οἰ. χήσεσϑαι φερομένην κατὰ ῥοῦν ᾗ ἂν οὗτος φέρῃ, öfter; ἵστησι τὸν ῥοῦν, Crat. 437 b; Folgde; κατὰ ῥοῠν ποιεῖσϑαι τὴν πορείαν, Pol. 3, 66, 8, flußabwärts. – Sp. haben den heteroklitischen dat. ῥοΐ, auch gen. ῥοός u. acc. ῥόα, vgl. Lob. Phryn. p. 454 u. Jac. Ach. Tat. p. 671.
См. также в других словарях:
ρους — (I) ο / ῥοῡς, ΝΜΑ, και ιων. και ποιητ. τ. ῥόος και κυπρ. τ. ῥόFος, Α 1. η ροή, η κίνηση, το ρεύμα τού νερού (α. «ο ρους τού Αράχθου», β. «Βόσπορον ῥόον θεοῡ», Αισχύλ. γ. «ἱερὸν ῥόον Ἀλφειοῑο», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. φορά, κατεύθυνση, πορεία (α. «ο ρους … Dictionary of Greek